- συγκλονιστικός
- η , ό[ν]1) сотрясающий, трясущий; 2) перен. потрясающий;
συγκλονιστικές ειδήσεις — потрясающие известия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συγκλονιστικές ειδήσεις — потрясающие известия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συγκλονιστικός — ή, ό, Ν αυτός που συγκλονίζει, συνταρακτικός («συγκλονιστικές εξελίξεις»). επίρρ... συγκλονιστικά Ν με συγκλονιστικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγκλονίζω + κατάλ. τικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
συγκλονιστικός — ή, ό επίρρ. ά συνταρακτικός, αυτός που προκαλεί συγκλονισμό: Συνέβηκαν συγκλονιστικά γεγονότα. – Ερμήνεψε με τρόπο συγκλονιστικό τα τραγούδια της αντίστασης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρανταχτός — ή, ό, Ν [τραντάζω] 1. αυτός που σείεται, που κουνιέται βίαια, που συγκλονίζεται 2. συγκλονιστικός 3. μτφ. α) πολύ ισχυρός («τρανταχτό επιχείρημα») β) αυτός που κάνει πολύ θόρυβο («τρανταχτά γέλια») γ) (για πρόσ.) διάσημος («τρανταχτή… … Dictionary of Greek
Ένσορ, Τζέιμς Σίντνεϊ — (James Sidney Ensor, Οστάνδη 1860 – 1949). Βέλγος ζωγράφος, χαράκτης, μουσικός και συγγραφέας. Έζησε σε όλη τη διάρκεια της ζωής του στην Οστάνδη, εκτός από το διάστημα των σπουδών του στην Ακαδημία των Βρυξελλών (1877 81). Το 1833 ίδρυσε μαζί με … Dictionary of Greek
συνταρακτικός — ή, ό επίρρ. ά συγκλονιστικός, αυτός που προκαλεί ζωηρή συγκίνηση: Συνέβησαν συνταρακτικά γενονότα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)